Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
ὠλένιος
ὠλενίς
ὠλενίτης
Ὤλενος
ὠλενοστρόφος
View word page
ὠκύτοκος
quickly born
ShortDef
quickly born
Debugging
Headword:
ὠκύτοκος
Headword (normalized):
ὠκύτοκος
Headword (normalized/stripped):
ωκυτοκος
IDX:
98272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98273
Key:
Data
{'content': 'quickly born'}