Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
ὠλένη
View word page
ὠκυτοκεύς
causing a quick birth

ShortDef

causing a quick birth

Debugging

Headword:
ὠκυτοκεύς
Headword (normalized):
ὠκυτοκεύς
Headword (normalized/stripped):
ωκυτοκευς
IDX:
98267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98268
Key:

Data

{'content': 'causing a quick birth'}