Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
ὠλεκρανίζω
ὠλέκρανον
View word page
ὠκύτης
quickness, swiftness, fleetness, speed

ShortDef

quickness, swiftness, fleetness, speed

Debugging

Headword:
ὠκύτης
Headword (normalized):
ὠκύτης
Headword (normalized/stripped):
ωκυτης
IDX:
98266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98267
Key:

Data

{'content': 'quickness, swiftness, fleetness, speed'}