Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
ὦλαξ
View word page
ὠκύστολος
journeying swiftly

ShortDef

journeying swiftly

Debugging

Headword:
ὠκύστολος
Headword (normalized):
ὠκύστολος
Headword (normalized/stripped):
ωκυστολος
IDX:
98264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98265
Key:

Data

{'content': 'journeying swiftly'}