Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
ὠκυφόνος
View word page
ὠκύσκοπος
quick-aiming

ShortDef

quick-aiming

Debugging

Headword:
ὠκύσκοπος
Headword (normalized):
ὠκύσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυσκοπος
IDX:
98263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98264
Key:

Data

{'content': 'quick-aiming'}