Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
ὠκυτόκος
ὠκύτοκος
View word page
ὠκύς
quick, swift, fleet
ShortDef
quick, swift, fleet
Debugging
Headword:
ὠκύς
Headword (normalized):
ὠκύς
Headword (normalized/stripped):
ωκυς
IDX:
98262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98263
Key:
Data
{'content': 'quick, swift, fleet'}