Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
ὠκύτοκον
View word page
ὠκυρόης
swift-flowing

ShortDef

swift-flowing

Debugging

Headword:
ὠκυρόης
Headword (normalized):
ὠκυρόης
Headword (normalized/stripped):
ωκυροης
IDX:
98260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98261
Key:

Data

{'content': 'swift-flowing'}