Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
ὠκυτόκιος
View word page
Ὠκυρόη
an Oceanid

ShortDef

an Oceanid

Debugging

Headword:
Ὠκυρόη
Headword (normalized):
ὠκυρόη
Headword (normalized/stripped):
ωκυροη
IDX:
98259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98260
Key:

Data

{'content': 'an Oceanid'}