Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
ὠκυτοκία
View word page
ὠκυρέεθρος
swift-flowing

ShortDef

swift-flowing

Debugging

Headword:
ὠκυρέεθρος
Headword (normalized):
ὠκυρέεθρος
Headword (normalized/stripped):
ωκυρεεθρος
IDX:
98258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98259
Key:

Data

{'content': 'swift-flowing'}