Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
ὠκύτης
ὠκυτοκεύς
View word page
ὠκύπτερος
swift-winged

ShortDef

swift-winged

Debugging

Headword:
ὠκύπτερος
Headword (normalized):
ὠκύπτερος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπτερος
IDX:
98257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98258
Key:

Data

{'content': 'swift-winged'}