Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
ὠκύτας
View word page
ὠκύπορος
quick-going

ShortDef

quick-going

Debugging

Headword:
ὠκύπορος
Headword (normalized):
ὠκύπορος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπορος
IDX:
98255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98256
Key:

Data

{'content': 'quick-going'}