Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
ὠκύστολος
View word page
ὠκυπορέω
move quickly

ShortDef

move quickly

Debugging

Headword:
ὠκυπορέω
Headword (normalized):
ὠκυπορέω
Headword (normalized/stripped):
ωκυπορεω
IDX:
98254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98255
Key:

Data

{'content': 'move quickly'}