Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
ὠκύσκοπος
View word page
ὠκύπομπος
quick-sending, conveying rapidly

ShortDef

quick-sending, conveying rapidly

Debugging

Headword:
ὠκύπομπος
Headword (normalized):
ὠκύπομπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπομπος
IDX:
98253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98254
Key:

Data

{'content': 'quick-sending, conveying rapidly'}