Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύς
View word page
ὠκύποινος
quickly-avenged

ShortDef

quickly-avenged

Debugging

Headword:
ὠκύποινος
Headword (normalized):
ὠκύποινος
Headword (normalized/stripped):
ωκυποινος
IDX:
98252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98253
Key:

Data

{'content': 'quickly-avenged'}