Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
ὠκυρόης
ὠκύροος
View word page
ὠκυπόδης
swift-footed
ShortDef
swift-footed
Debugging
Headword:
ὠκυπόδης
Headword (normalized):
ὠκυπόδης
Headword (normalized/stripped):
ωκυποδης
IDX:
98251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98252
Key:
Data
{'content': 'swift-footed'}