Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρέεθρος
Ὠκυρόη
View word page
ὠκύπλανος
quick-wandering

ShortDef

quick-wandering

Debugging

Headword:
ὠκύπλανος
Headword (normalized):
ὠκύπλανος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπλανος
IDX:
98249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98250
Key:

Data

{'content': 'quick-wandering'}