Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
View word page
ὠκυπέδιλος
with swift sandals, swift-footed

ShortDef

with swift sandals, swift-footed

Debugging

Headword:
ὠκυπέδιλος
Headword (normalized):
ὠκυπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπεδιλος
IDX:
98247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98248
Key:

Data

{'content': 'with swift sandals, swift-footed'}