Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκυπορέω
ὠκύπορος
ὠκύπους
View word page
ὠκύνοος
quickly marking

ShortDef

quickly marking

Debugging

Headword:
ὠκύνοος
Headword (normalized):
ὠκύνοος
Headword (normalized/stripped):
ωκυνοος
IDX:
98246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98247
Key:

Data

{'content': 'quickly marking'}