Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
View word page
ὠκυμάχος
quick to fight
ShortDef
quick to fight
Debugging
Headword:
ὠκυμάχος
Headword (normalized):
ὠκυμάχος
Headword (normalized/stripped):
ωκυμαχος
IDX:
98243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98244
Key:
Data
{'content': 'quick to fight'}