Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
ὠκυπόδης
ὠκύποινος
View word page
ὠκυλόχεια
giving a quick birth

ShortDef

giving a quick birth

Debugging

Headword:
ὠκυλόχεια
Headword (normalized):
ὠκυλόχεια
Headword (normalized/stripped):
ωκυλοχεια
IDX:
98242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98243
Key:

Data

{'content': 'giving a quick birth'}