Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
ὠκύπλοος
View word page
ὠκύθοος
swift-running

ShortDef

swift-running

Debugging

Headword:
ὠκύθοος
Headword (normalized):
ὠκύθοος
Headword (normalized/stripped):
ωκυθοος
IDX:
98240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98241
Key:

Data

{'content': 'swift-running'}