Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
ὠκύπλανος
View word page
ὠκυεπής
quick-speaking

ShortDef

quick-speaking

Debugging

Headword:
ὠκυεπής
Headword (normalized):
ὠκυεπής
Headword (normalized/stripped):
ωκυεπης
IDX:
98239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98240
Key:

Data

{'content': 'quick-speaking'}