Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκίς
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
ὠκύμολος
ὠκύμορος
ὠκύνοος
ὠκυπέδιλος
ὠκυπέτης
View word page
ὠκύδρομος
swift-running

ShortDef

swift-running

Debugging

Headword:
ὠκύδρομος
Headword (normalized):
ὠκύδρομος
Headword (normalized/stripped):
ωκυδρομος
IDX:
98238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98239
Key:

Data

{'content': 'swift-running'}