Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὠκεανός
ὠκιμοειδής
ὤκιμον
ὠκιμώδης
ὤκινον
ὠκίς
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
ὠκυλόχεια
ὠκυμάχος
View word page
ὠκυδίδακτος
quickly taught

ShortDef

quickly taught

Debugging

Headword:
ὠκυδίδακτος
Headword (normalized):
ὠκυδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
ωκυδιδακτος
IDX:
98233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98234
Key:

Data

{'content': 'quickly taught'}