Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠκεανόβρυτος
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκιμοειδής
ὤκιμον
ὠκιμώδης
ὤκινον
ὠκίς
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυκέλευθος
View word page
ὠκυγένεθλος
quickly born
ShortDef
quickly born
Debugging
Headword:
ὠκυγένεθλος
Headword (normalized):
ὠκυγένεθλος
Headword (normalized/stripped):
ωκυγενεθλος
IDX:
98231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98232
Key:
Data
{'content': 'quickly born'}