Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠκεανῖτις
ὠκεανόβρυτος
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκιμοειδής
ὤκιμον
ὠκιμώδης
ὤκινον
ὠκίς
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυγένεθλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνατος
ὠκυδίνητος
ὠκυδρόμας
ὠκυδρομέω
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
View word page
ὠκυβόλος
quick-shooting, quick-striking

ShortDef

quick-shooting, quick-striking

Debugging

Headword:
ὠκυβόλος
Headword (normalized):
ὠκυβόλος
Headword (normalized/stripped):
ωκυβολος
IDX:
98230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98231
Key:

Data

{'content': 'quick-shooting, quick-striking'}