Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠδίς
ᾠδοποιός
ᾠδός
ὠδυσίη
ὤεον
ὤζω
ὠή
ὠθέω
ὠθίζω
ὠθισμός
ὠΐδας
ὠΐζω
ὦκα
Ὠκεάνειος
ὠκεάνης
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
ὠκεανῖτις
ὠκεανόβρυτος
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
View word page
ὠΐδας
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ὠΐδας
Headword (normalized):
ὠΐδας
Headword (normalized/stripped):
ωιδας
IDX:
98213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98214
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}