Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠδίνω
ὠδίς
ᾠδοποιός
ᾠδός
ὠδυσίη
ὤεον
ὤζω
ὠή
ὠθέω
ὠθίζω
ὠθισμός
ὠΐδας
ὠΐζω
ὦκα
Ὠκεάνειος
ὠκεάνης
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
ὠκεανῖτις
ὠκεανόβρυτος
Ὠκεανόνδε
View word page
ὠθισμός
a thrusting, pushing

ShortDef

a thrusting, pushing

Debugging

Headword:
ὠθισμός
Headword (normalized):
ὠθισμός
Headword (normalized/stripped):
ωθισμος
IDX:
98212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98213
Key:

Data

{'content': 'a thrusting, pushing'}