Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
ἀπαείρομαι
ἀπαείρω
ἀπαέξομαι
ἀπαθανατίζω
ἀπαθανάτισις
ἀπάθεια
ἀπαθέω
Ἀπαθηναῖοι
ἀπαθής
ἀπαιγειρόομαι
ἀπαιδαγώγητος
ἀπαιδευσία
View word page
ἀπαείρω
depart (ἀπαίρω)
ShortDef
depart (ἀπαίρω)
Debugging
Headword:
ἀπαείρω
Headword (normalized):
ἀπαείρω
Headword (normalized/stripped):
απαειρω
IDX:
9819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9820
Key:
Data
{'content': 'depart (ἀπαίρω)'}