Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώχω
ψώω
ω
Ω
ᾤα
View word page
ψωρικός
of or belonging to the itch, scab, or mange

ShortDef

of or belonging to the itch, scab, or mange

Debugging

Headword:
ψωρικός
Headword (normalized):
ψωρικός
Headword (normalized/stripped):
ψωρικος
IDX:
98173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98174
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to the itch, scab, or mange'}