Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώχω
ψώω
ὧ
ὦ
View word page
ψωραλέος
scabby, mangy
ShortDef
scabby, mangy
Debugging
Headword:
ψωραλέος
Headword (normalized):
ψωραλέος
Headword (normalized/stripped):
ψωραλεος
IDX:
98170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98171
Key:
Data
{'content': 'scabby, mangy'}