Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώχω
ψώω
View word page
ψωραγριάω
have malignant itch

ShortDef

have malignant itch

Debugging

Headword:
ψωραγριάω
Headword (normalized):
ψωραγριάω
Headword (normalized/stripped):
ψωραγριαω
IDX:
98169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98170
Key:

Data

{'content': 'have malignant itch'}