Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώχω
ψώω
View word page
ψώρα
the itch, scurvy, scab, mange
ShortDef
the itch, scurvy, scab, mange
Debugging
Headword:
ψώρα
Headword (normalized):
ψώρα
Headword (normalized/stripped):
ψωρα
IDX:
98168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98169
Key:
Data
{'content': 'the itch, scurvy, scab, mange'}