Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
ψώχω
View word page
ψωμός
a morsel, bit

ShortDef

a morsel, bit

Debugging

Headword:
ψωμός
Headword (normalized):
ψωμός
Headword (normalized/stripped):
ψωμος
IDX:
98167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98168
Key:

Data

{'content': 'a morsel, bit'}