Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
ψωροφθαλμία
ψωρώδης
View word page
ψωμόλεθρος
bread-pest
ShortDef
bread-pest
Debugging
Headword:
ψωμόλεθρος
Headword (normalized):
ψωμόλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ψωμολεθρος
IDX:
98166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98167
Key:
Data
{'content': 'bread-pest'}