Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
ψωρός
View word page
ψωμοκόλαξ
flatterer for morsels of bread, parasite

ShortDef

flatterer for morsels of bread, parasite

Debugging

Headword:
ψωμοκόλαξ
Headword (normalized):
ψωμοκόλαξ
Headword (normalized/stripped):
ψωμοκολαξ
IDX:
98164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98165
Key:

Data

{'content': 'flatterer for morsels of bread, parasite'}