Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
ψωρικός
View word page
ψωμόδουλος
a slave to morsels of food

ShortDef

a slave to morsels of food

Debugging

Headword:
ψωμόδουλος
Headword (normalized):
ψωμόδουλος
Headword (normalized/stripped):
ψωμοδουλος
IDX:
98163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98164
Key:

Data

{'content': 'a slave to morsels of food'}