Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
ψωριάω
View word page
ψωμισμός
feeding with morsels

ShortDef

feeding with morsels

Debugging

Headword:
ψωμισμός
Headword (normalized):
ψωμισμός
Headword (normalized/stripped):
ψωμισμος
IDX:
98162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98163
Key:

Data

{'content': 'feeding with morsels'}