Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψώα
ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
ψωμός
ψώρα
ψωραγριάω
ψωραλέος
ψωράω
View word page
ψώμισμα
morsel
ShortDef
morsel
Debugging
Headword:
ψώμισμα
Headword (normalized):
ψώμισμα
Headword (normalized/stripped):
ψωμισμα
IDX:
98161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98162
Key:
Data
{'content': 'morsel'}