Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυχροφόβος
ψυχροφόρον
ψύχω
ψύχωσις
ψυχωφελής
ψώα
ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
ψωμόδουλος
ψωμοκόλαξ
ψωμοκόλαφος
ψωμόλεθρος
View word page
ψωμάριον
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
ψωμάριον
Headword (normalized):
ψωμάριον
Headword (normalized/stripped):
ψωμαριον
IDX:
98156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98157
Key:
Data
{'content': 'fragment'}