Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυχρόσαρκος
ψυχροσταγής
ψυχρότης
ψυχροϋδρία
ψυχροφόβος
ψυχροφόρον
ψύχω
ψύχωσις
ψυχωφελής
ψώα
ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
ψώμισμα
ψωμισμός
View word page
ψωθίον
small crumb, morsel
ShortDef
small crumb, morsel
Debugging
Headword:
ψωθίον
Headword (normalized):
ψωθίον
Headword (normalized/stripped):
ψωθιον
IDX:
98152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98153
Key:
Data
{'content': 'small crumb, morsel'}