Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχροπότης
ψυχρός
ψυχρόσαρκος
ψυχροσταγής
ψυχρότης
ψυχροϋδρία
ψυχροφόβος
ψυχροφόρον
ψύχω
ψύχωσις
ψυχωφελής
ψώα
ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
ψωμίον
ψωμίς
View word page
ψυχωφελής
profiting the soul

ShortDef

profiting the soul

Debugging

Headword:
ψυχωφελής
Headword (normalized):
ψυχωφελής
Headword (normalized/stripped):
ψυχωφελης
IDX:
98150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98151
Key:

Data

{'content': 'profiting the soul'}