Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχροποσία
ψυχροποτέω
ψυχροπότης
ψυχρός
ψυχρόσαρκος
ψυχροσταγής
ψυχρότης
ψυχροϋδρία
ψυχροφόβος
ψυχροφόρον
ψύχω
ψύχωσις
ψυχωφελής
ψώα
ψωθίον
ψωΐα
ψωλή
ψωλός
ψωμάριον
ψώμηξ
ψωμίζω
View word page
ψύχω
to breathe, blow; to cool, chill; to dry

ShortDef

to breathe, blow; to cool, chill; to dry

Debugging

Headword:
ψύχω
Headword (normalized):
ψύχω
Headword (normalized/stripped):
ψυχω
IDX:
98148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98149
Key:

Data

{'content': 'to breathe, blow; to cool, chill; to dry'}