Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
ἀπαείρομαι
ἀπαείρω
ἀπαέξομαι
ἀπαθανατίζω
ἀπαθανάτισις
ἀπάθεια
View word page
ἀπαγωγή
a leading away

ShortDef

a leading away

Debugging

Headword:
ἀπαγωγή
Headword (normalized):
ἀπαγωγή
Headword (normalized/stripped):
απαγωγη
IDX:
9813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9814
Key:

Data

{'content': 'a leading away'}