Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
ἀπαείρομαι
ἀπαείρω
ἀπαέξομαι
ἀπαθανατίζω
View word page
ἀπάγχω
to strangle, throttle

ShortDef

to strangle, throttle

Debugging

Headword:
ἀπάγχω
Headword (normalized):
ἀπάγχω
Headword (normalized/stripped):
απαγχω
IDX:
9811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9812
Key:

Data

{'content': 'to strangle, throttle'}