Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ψυχουλκέομαι
ψυχουλκός
ψυχοφθόρος
ψυχόω
ψύχρα
ψυχραίνω
ψυχραντικός
ψυχρασία
ψύχρευμα
ψυχρεύομαι
ψυχρηλατέω
ψυχρήλατος
ψυχρία
ψυχρίζω
ψυχριστός
ψυχροβαφής
ψυχρογραφέω
ψυχροδοσία
ψυχροδόχος
ψυχροκαυτήρ
ψυχροκοίλιος
View word page
ψυχρηλατέω
hammer
ShortDef
hammer
Debugging
Headword:
ψυχρηλατέω
Headword (normalized):
ψυχρηλατέω
Headword (normalized/stripped):
ψυχρηλατεω
IDX:
98113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98114
Key:
Data
{'content': 'hammer'}