Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
ἀπαείρομαι
ἀπαείρω
ἀπαέξομαι
View word page
ἀπαγχονίζω
to strangle
ShortDef
to strangle
Debugging
Headword:
ἀπαγχονίζω
Headword (normalized):
ἀπαγχονίζω
Headword (normalized/stripped):
απαγχονιζω
IDX:
9810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9811
Key:
Data
{'content': 'to strangle'}