Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχορροφέω
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοστασία
ψυχοστόλος
ψυχοτακής
ψυχοταμίας
ψυχοτρόφος
ψυχουλκέομαι
ψυχουλκός
ψυχοφθόρος
ψυχόω
ψύχρα
ψυχραίνω
ψυχραντικός
ψυχρασία
ψύχρευμα
ψυχρεύομαι
ψυχρηλατέω
ψυχρήλατος
ψυχρία
View word page
ψυχοφθόρος
destructive of life, deadly

ShortDef

destructive of life, deadly

Debugging

Headword:
ψυχοφθόρος
Headword (normalized):
ψυχοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
ψυχοφθορος
IDX:
98105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98106
Key:

Data

{'content': 'destructive of life, deadly'}