Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ψυχορραγής
ψυχορραγία
ψυχορροφέω
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοστασία
ψυχοστόλος
ψυχοτακής
ψυχοταμίας
ψυχοτρόφος
ψυχουλκέομαι
ψυχουλκός
ψυχοφθόρος
ψυχόω
ψύχρα
ψυχραίνω
ψυχραντικός
ψυχρασία
ψύχρευμα
ψυχρεύομαι
ψυχρηλατέω
View word page
ψυχουλκέομαι
to be at the last gasp

ShortDef

to be at the last gasp

Debugging

Headword:
ψυχουλκέομαι
Headword (normalized):
ψυχουλκέομαι
Headword (normalized/stripped):
ψυχουλκεομαι
IDX:
98103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98104
Key:

Data

{'content': 'to be at the last gasp'}