Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπαγμα
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
View word page
ἀπαγριόομαι
to become wild
ShortDef
to become wild
Debugging
Headword:
ἀπαγριόομαι
Headword (normalized):
ἀπαγριόομαι
Headword (normalized/stripped):
απαγριοομαι
IDX:
9807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9808
Key:
Data
{'content': 'to become wild'}